ἀπερυγγάνω
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
aor. ἀπήρῠγον, A belch forth, disgorge, τὴν κραιπάλην Alciphr.3.32, cf. Nic.Th.253: metaph., vent, D.L.5.77, Ph.1.639. II abs., eructate, Arist.Pr.962a8.
Spanish (DGE)
1 vomitar, devolver τὴν κραιπάλην Alciphr.2.30, χολόεντας ἀ. νηδύος ὄγκους Nic.Th.253.
2 eructar Hp.Morb.2.69, Arist.Pr.962a8.
3 fig. desahogar, volcar τὸν ἰὸν ... εἰς τὸν χαλκόν D.L.5.77, τὸ σῶμα ... τὸν πολὺν οἶστρον ἀπερυγόντα λωφήσῃ Ph.1.639.
German (Pape)
[Seite 288] ausspeien, Alciphr. 3, 32 κραιπάλην; vgl. D. Sic. 5, 77.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερυγγάνω: (aor. 2 ἀπήρυγον) извергать с рвотой, изрыгать Men., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερυγγάνω: ἀόρ. ἀπήρῠγον, ἐξερεύγομαι, ἐξεμῶ, τὴν κραιπάλην Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 517· οὕτω Νικ. Θ. 253, Διόγ. Λ. 5. 77, Φίλων 1. 639· ἐπὶ ποταμοῦ, ἐκβάλω χύνομαι, Νικήτ. Ἀκομ. Ἅλωσ. Πόλεως σ. 410C. II. ἀπολ., ἐρεύγομαι, Ἀριστ. Πρβλ. 33. 5.
Greek Monolingual
ἀπερυγγάνω (Α) ερυγγάνω
1. ξερνώ, βγάζω
2. ρεύομαι
3. (για ποταμό) εκβάλλω.