ἀναληπτέον
From LSJ
English (LSJ)
one must take up a question, Pl.Phlb.33c; recall, εἰς μνήμην Id.Lg.864b; ἀ. ἑαυτούς they must recover themselves, Plu.2.136a, cf. Sor.2.59:—Adj. -τέος Plu.2.1116e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναληπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις ν’ ἀναλάβῃ ἐκ νέου, ταῦτα εἰς μνήμην ἀναληπτέον, Πλάτ. Νομ. 864Β· μνήμην ὅ,τί ποτ’ ἔστι, πρότερον ἀναληπτέον, πρέπει τις ν’ ἀρχίσῃ νὰ ἐξετάσῃ, ὁ αὐτ. Φίλ. 33C.
Russian (Dvoretsky)
ἀναληπτέον: adj. verb. к ἀναλαμβάνω.