καταλεαίνω
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
fut. A -λεᾰνῶ LXX Da.7.23:—grind down, Plu.2.802b:—Pass., -ομένη τροφή Anon.Lond.24.23. II smooth down, placate, Just.Nov.129Praef.
German (Pape)
[Seite 1359] ganz glatt machen, abreiben, zerreiben, Clem. Al. u. a. Sp., auch übertr., alle Schwierigkeiten entfernen.
French (Bailly abrégé)
ao. κατελέανα;
rendre tout à fait poli, lisse, brillant.
Étymologie: κατά, λεαίνω.
Russian (Dvoretsky)
καταλεαίνω: (aor. κατελέανα) сглаживать, счищать (ὄζους ἐν ξύλῳ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
καταλεαίνω: κατατρίβω, καταλεπτύνω, ποιῶ τι λεῖον, καὶ μεταφορ., καταπραΰνω, Κλήμ. Ἀλ. 179, Κύριλλ.
Greek Monolingual
καταλεαίνω (Α)
1. κάνω κάτι πολύ λείο, καταλεπταίνω
2. καταπραΰνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + λε(ι)αίνω (< λεῖος)].