δεκάλιτρος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ον, weighing or worth ten λίτραι, στατήρ Epich.10, Arist.Fr.510: as substantive, δεκάλιτρον, τό, coin worth ten λίτραι, ὁ μισθὸς δ. Sophr.37, cf. Poll.9.81.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I de diez libras, que vale diez libras δ. στατήρ estatera de diez libras en Sicilia n. de la estatera corintia de plata, Epich.84.6.
II subst. τὸ δ.
1 diez libras, moneda de diez libras como designación de la misma moneda (cf. I), SEG 42.846.64 (Camarina V a.C.), Arist.Fr.510.
2 como unidad de peso peso de diez libras δ. ἄρτου diez libras de pan Pall.H.Laus.17.13.
Russian (Dvoretsky)
δεκάλιτρος: весом в десять литр (λίτραι) (στατήρ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
δεκάλιτρος: -ον, ὁ βαρύνων ἢ ἀξίζων δέκα λίτρας, στατὴρ Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· - δεκάλιτρον, τό, νόμισμα ἰσοδυναμοῦν πρὸς δέκα λίτρας, Ἐπίχ. 6 Ahr., Σώφρων 60 Ahr., Πολυδ. Δ, 173, Θ', 81.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δεκάλιτρος, -ον)
Ι. αυτός που έχει βάρος δέκα λιτρών
II. το ουδ. ως ουσ. δεκάλιτρο, το (Α δεκάλιτρον)
νεοελλ.
μέτρο βάρους δέκα λιτρών
αρχ.
νόμισμα αξίας δέκα λιτρών, δέκα σβολών.