λατομητός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, A hewn out of a rock, κλῖμαξ Str.14.5.5, al. 2 of stones, hewn, LXX 4 Ki.12.12(13).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱτομητός: -όν, ἢ ή, όν, Λοβ. Παραλ. 460. ― ἐκ λίθου πελεκηθείς, κοπεὶς ἐκ βράχου, Στράβ. 670. 2) ἐπὶ λίθων, πελεκητός, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).
Greek Monolingual
λατομητός, -ή, -όν (Α) λατομώ
1. αυτός που λατομήθηκε, που κόπηκε από βράχο
2. (για λίθο) πελεκητός, πελεκημένος πάνω στον βράχο (α. «κλίμακα λατομητήν», Στράβ.
β. «λίθους λατομητούς», ΠΔ).