λατομητός

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱτομητός Medium diacritics: λατομητός Low diacritics: λατομητός Capitals: ΛΑΤΟΜΗΤΟΣ
Transliteration A: latomētós Transliteration B: latomētos Transliteration C: latomitos Beta Code: latomhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A hewn out of a rock, κλῖμαξ Str.14.5.5, al. 2 of stones, hewn, LXX 4 Ki.12.12(13).

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτομητός: -όν, ἢ ή, όν, Λοβ. Παραλ. 460. ― ἐκ λίθου πελεκηθείς, κοπεὶς ἐκ βράχου, Στράβ. 670. 2) ἐπὶ λίθων, πελεκητός, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. ΙΒ΄, 12).

Greek Monolingual

λατομητός, -ή, -όν (Α) λατομώ
1. αυτός που λατομήθηκε, που κόπηκε από βράχο
2. (για λίθο) πελεκητός, πελεκημένος πάνω στον βράχο (α. «κλίμακα λατομητήν», Στράβ.
β. «λίθους λατομητούς», ΠΔ).

German (Pape)

[ᾱ], ή, όν, in Stein gehauen, κλῖμαξ, Strab. XIV.670.