ἀρέομαι

Revision as of 18:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

Ion. for ἀράομαι (q.v.), v.l. in Hdt. II fut. of ἄρνυμαι (q.v.), prob. l. in Pi.P.1.75.[ᾰ].

Spanish (DGE)

v. ἄρνυμαι.

German (Pape)

[Seite 348] ion. = ἀράομαι, Her.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ἀράομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀρέομαι: ион. = ἀράομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρέομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀράομαι, Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).

Greek Monolingual

(I)
ἀρέομαι ιων. (Α)
βλ. αρώμαι.
(II)
ἀρέομαι (Α) άρνυμαι
(μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω.

Greek Monotonic

ἀρέομαι: Ιων. αντί ἀράομαι.