δίασμα
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
ατος, τό, (διάζομαι) warp, διάσματα, φάρεος ἀρχήν Call.Fr. 244, cf. LXX Jd.16.13, Ostr.1155, Nonn.D.6.151.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 urdimbre y en plu. hilos de la urdimbre, lizos LXX Id.16.13, cf. 14, προφέρεσθαι διάσματα preparar, montar la urdimbre Call.Fr.520, cf. Nonn.D.6.151, τὰ διάσματα ... ἀναβ(αλεῖν) Ostr.1155, cf. 1156 (ambos rom.), PErasm.5.11 (II a.C.), OBodl.1988.5 (I/II d.C.), SB 9237.41 (II d.C.), 9307.11, 12 (II/III d.C.), glos. a ἄνταρ Hsch., Sch.Od.7.107, glos. a ἄσμα AB 452.30, Gloss.3.209, 323.
2 acción de montar la urdimbre δ.· ἡ πρώτη τοῦ ἱματίου ἐργασία EM 270.18G.
German (Pape)
[Seite 602] τό (s. διάζομαι), der Aufzug des Gewebes, Callim. frg. 244; Nonn. D. 6, 152; VLL. ἡ πρώτη τοῦ ἱματίου ἐργασία.
Greek (Liddell-Scott)
δίασμα: -ατος, τό, (διάζομαι) = στήμων, Καλλ. Ἀποσπ. 244, Νόνν. Δ. 6. 151.