σύγγαμβροι
From LSJ
ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates
English (LSJ)
οἱ, the husbands of two sisters, Poll.3.32, etc.: sg., brother-in-law, PCair.Zen.475.11 (iii B.C.), MAMA3.493 (Corycus); = congener, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
σύγγαμβροι: οἱ, ὡς καὶ νῦν, ὁμόγαμβροι, «οἱ δὲ δύο ἀδελφὰς γήμαντες ὁμόγαμβροι ἢ σύγγαμβροι ἢ μᾶλλον συγκηδεσταὶ» Πολυδ. Γ΄, 32, κτλ.· - ἐντεῦθεν ἐπίθετ. συγγαμβρικός, ή, όν, Βυζ.· - συγγαμβρία, ἡ, αὐτόθι· - συγγαμβρεύω, «μὴ συγγαμβρεύειν αἱρετικοῖς ἢ Ἰουδαίοις» Καν. τῆς Δ΄ Συνόδου ιδ΄ (ἐν τῷ Ἀναλυτ. Πίνακι τῶν Ἱερῶν Κανόν. τ. 2, σ. 722).