αἰτητικός

Revision as of 12:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

English (LSJ)

ή, όν, fond of asking, τινός Arist.EN1120a33. Adv. αἰτητικῶς, ἔχειν πρός τινα D.L.6.31.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pers. pedigüeño Arist.EN 1120a33.
2 de cosas petitorio στίχος Plu.2.334e, ἐρώτημα δέ ἐστι πρᾶγμα αὐτοτελὲς μὲν ... αἰτητικὸν δὲ ἀποκρίσεως Chrysipp.Stoic.2.61, cf. Origenes M.12.1529B.
II adv. αἰτητικῶς = haciendo colectas, αἰτητικῶς ἔχειν πρὸς τοὺς γονέας D.L.6.31.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui aime à demander;
2 qui convient pour demander.
Étymologie: αἰτέω.

German (Pape)

der gern bittet, Arist. Eth. N. 4.1 und Sp.; αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα DL. 6.31.

Russian (Dvoretsky)

αἰτητικός:
1 любящий просить Arst.;
2 просительный (στίχος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰτητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν νὰ αἰτῇ, τινός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 16. ― Ἐπίρρ. αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα, Διογ. Λ. 6. 31.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτητικός, -ή, -όν)
απαιτητικός, επίμονος
αρχ.
φρ. «αἰτητικῶς ἔχω πρός τινα», του ζητώ επίμονα κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από το αἰτητής (< αἰτῶ) ή -λόγω της σημασίας του
απευθείας από το ρ. αἰτῶ ή και το αἴτησις, πράγμα που φαίνεται πιθανότερο].

Greek Monotonic

αἰτητικός: -ή, -όν (αἰτέω), αυτός που αγαπά ή αρέσκεται να ζητά, με γεν., σε Αριστ.

Middle Liddell

αἰτέω, fond of asking, c. gen., Arist.