ἰταμότης

Revision as of 19:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

English (LSJ)

ητος, ἡ, initiative, vigour, Pl.Plt.311a; effrontery, Plu.2.715e, Jul.Or.7.225c; συγγραφέως Plb.12.9.4.

German (Pape)

[Seite 1274] ητος, ἡ, die Dreistigkeit, Keckheit; καὶ δριμύτης Plat. Polit. 311 a; Sp., wie Polem. 2, 8; Unverschämtheit, Pol. 12, 10, 4.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
hardiesse, effronterie, impudence.
Étymologie: ἰταμός.

Greek (Liddell-Scott)

ἰταμότης: -ητος, ἡ, ἀπερίσκεπτος τόλμη, ἀπερισκεψία, θρασύτης, ἀναισχυντία, Λατ. audacia, Πλάτ. Πολιτκ. 311 Α, Πλούτ. 2. 715D· συγγραφέως Πολύβ. 12. 10, 4.

Russian (Dvoretsky)

ἰτᾰμότης: ητος (ῐ) ἡ
1 смелость, решительность (ἰ. καὶ δριμύτης Plat.);
2 дерзость, дерзостность (τοῦ συγγραφέως Polyb.; ἰ. καὶ θράσος Plut.).