γενούστης
From LSJ
ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow
English (LSJ)
ου, ὁ, misread for γένους τῆς in Pl.Phlb.30d, cf. Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ palabra ficticia creada por los comentaristas de Pl. a partir de γένους τῆς (Pl.Phlb.30d) pariente γενούστην δὲ ὁ Πλάτων καλεῖ τὸν συγγενῆ Dam.in Phlb.134.4, cf. 135.2, γενούστης· ἐπὶ τοῦ θεοῦ ἐννοίας. ὁ γεννητικός Hsch.γ 363, cf. AB 231.28, EM 226.24G.
German (Pape)
[Seite 484] ὁ, Plat. Phil. 30 e, von VLL. γεννήτης erkl.; Bekk. schreibt γένους τοῦ, einige mss. γένους τῆς.
Greek (Liddell-Scott)
γενούστης: -ου, ὁ, = γεννήτης, ἴδε Stallb. Πλάτ. Φιλήβ. 30D· διὰφ. γραφ. γένους τῆς· Bekk. γένους τοῦ.