ἐκπελεκάω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
hew, cut away with an axe, IG2.1054b9, Thphr.HP9.2.7, IG11(2).144A64 (Delos, iv B.C.).
Spanish (DGE)
1 descortezar, entallar con hacha, sangrar el tronco de árboles resinosos, Thphr.HP 9.2.7.
2 hachear, desbastar, escuadrar piezas de madera o bloques de piedra τὸμ φοίνικα κατακόψαντι εἰς δοκοὺς καὶ ἐκπελεκήσαντι IG 11(2).144A.64 (IV a.C.), λίθους τεμε[ῖν τῆ] ς Ἐλευσινιακῆς πέτρας ... καὶ ἐκπελεκῆσαι ἄπεργον [ἔχο] ντας ὀρθοὺς πανταχεῖ IG 22.1666B.76, cf. A.10 (Eleusis IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 771] mit dem Beile aus-, abhauen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπελεκάω: ἐκτέμνω διὰ τοῦ πελέκεως, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 2, 7.