εἰσανέχω

From LSJ
Revision as of 15:29, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσανέχω Medium diacritics: εἰσανέχω Low diacritics: εισανέχω Capitals: ΕΙΣΑΝΕΧΩ
Transliteration A: eisanéchō Transliteration B: eisanechō Transliteration C: eisanecho Beta Code: ei)sane/xw

English (LSJ)

intr., rise above, c. gen., ib.1360, cf. 4.291: c. acc., γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος ib.1578.

Spanish (DGE)

adentrarse, extenderse esp. de accidentes geog., c. gen. κόλπον ... πόντου ... εἰσανέχοντα A.R.4.291, χθονὸς εἰσανέχουσαν ἀκτήν A.R.1.1360, c. ac. γαῖαν εἰσανέχει πέλαγος A.R.4.1578
alzarse Λιλύβη μὲν ἐπὶ ῥιπὴν ζεφύροιο εἰσανέχει D.P.471.

German (Pape)

[Seite 740] (s. ἔχω), sich hineinerstrecken, hineinragen; ins Meer, Ap. Rh. 1, 1360; πέλαγος γαῖαν, ins Land, 4, 1578.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσανέχω: μέλλ. -έξω, ἀμετάβ., ὑψοῦμαι ὑπεράνω, μετὰ γεν., χθονὸς εἰσανέχουσαν ἀκτήν, «ἐξέχουσαν καὶ ἐπηρμένην... ἢ ἀνατεταμένην πλαγίαν ἰδόντες» (Σχόλ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1360, πρβλ. 4. 291· μετ’ αἰτ., πέλαγος εἰσανέχειν γαῖαν αὐτόθι 1578, Ἠώς.

Greek Monolingual

εἰσανέχω (Α)
υψώνομαι πάνω από κάτι.