φρενοθελγής

Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

English (LSJ)

ές, charming the heart, Procl.H.3.17, Nonn.D.1.406.

German (Pape)

[Seite 1304] ές, dem Herzen schmeichelnd, herzbezaubernd, φωνή Nonn. D. 8, 175. 266, u. öfter, u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοθελγής: -ές, ὁ θέλγων τὰς φρένας, θελκτικός, Πρόκλου Ὕμν. 2. 17, Νόνν. Διονυσ. 1. 406.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
θελκτικός, γοητευτικός («φρενοθελγέος ἀσιδῆς», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -θελγής (< θέλγω), πρβλ. λυροθελγής, πανθελγής].