γοητευτικός
From LSJ
θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
English (LSJ)
γοητευτική, γοητευτικόν, = γοητικός (of a magician, of a trickster), Porph.VP 39, Poll.4.48. Adv. γοητευτικῶς = like a magician ib.51.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 embrujador, que hechiza ἡδονή Porph.VP 39, sent. peyor. para insultar a un sofista, Poll.4.48.
2 adv. γοητευτικῶς = con poder de encantamiento Poll.4.51.
German (Pape)
[Seite 500] = γοητικός, Sp., Poll. 4, 84.
Greek (Liddell-Scott)
γοητευτικός: ή, όν,= γοητικός, ή, όν, Πορφύρ. Β. Πυθ. 70, Πολυδ. Δ΄, 48. ― Ἐπίρρ.–κῶς Πολυδ. Δ΄, 51, Θ΄, 135.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α γοητευτικός, -ή, -όν) γοητεύω
νεοελλ.
αυτός που γοητεύει, ο ελκυστικός
αρχ.
ο γοητευτικός.