πανθελγής
From LSJ
ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
English (LSJ)
πανθελγές, charming all, Nonn. D. 31.273.
German (Pape)
[Seite 460] ές, allbezaubernd, μίτρη, Nonn. D. 8, 156 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
πανθελγής: -ές, ὁ τοὺς πάντας θέλγων, Νόνν. Δ. 31. 271, κλ.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που τους θέλγει όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -θελγής (< θέλγω), πρβλ. πολυθελγής].