ἰσοτράπεζος

Revision as of 10:54, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, equal to the table, i.e. large enough to fill it, κάκκαβος Antiph.182.2, cf. Philox.2.15.

German (Pape)

[Seite 1267] dem Tische gleich an Größe; κάραβος Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Philox. ib. 147 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτράπεζος: -ον, ἴσος πρὸς τὴν τράπεζαν, δηλ. ἀρκούντως μέγας ὥστε νὰ γεμίσῃ αὐτήν, κάκκαβος Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 1, Φιλόξ. 2, 15.

Greek Monolingual

ἰσοτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που έχει μέγεθος ίσο με το μέγεθος τραπεζιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλιτράπεζος, φιλοτράπεζος].