ἀπόθητος
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
ον, not desired, Hsch., dub. in Call.Fr.302 (leg. ἀπόθεστος).
Spanish (DGE)
μὴ φιλούμενος Hsch., cf. Sud.
German (Pape)
[Seite 303] nicht begehrt, v.l. für ἀπόθεστος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόθητος: -ον, ὁ μὴ ποθούμενος Ἡσύχ., Εὐστ., πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 302.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀπόθητος, -ον)
ανεπιθύμητος.