ἐναράτιον
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
τό, = ἐνηρόσιον, IG12(1).924.20 (Rhodes, iii B. C.), dub. in ib.9(2).1229.10 (Phalanna, ii B. C.).
Spanish (DGE)
-ου, τό
renta, alquilerpagado por el arriendo de tierras de cultivo IG 12(1).924.20 (Rodas III a.C.), dud. en Schwyzer 614.10 (Falana II a.C.), cf. ἐνηρόσιον.
Greek Monolingual
ἐναράτιον, το (Α)
μίσθωμα που προέρχεται από μίσθωση καλλιεργήσιμης γης.