σκωπαῖος

Revision as of 18:06, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

v.l. σκοπ-, ὁ, among the Sybarites, a dwarf, Timae. ap. Ath.12.518e; cf. στίλπων.

German (Pape)

[Seite 909] ὁ, bei den Sybariten ein Zwerg, sonst στίλπωνες, Ath. XII, 518 f.

Greek (Liddell-Scott)

σκωπαῖος: ὁ, παρὰ τοῖς Συβαρίταις, νᾶνος, Τίμων παρ’ Ἀθην. 518Ε· ὡσαύτως στίλπωνστίλβων. (Πιθ. ἐκ τοῦ σκώπτω).

Greek Monolingual

και, κατά δ. γρφ., σκοπαῖος, ὁ, Α
(στους Συβαρίτες) ο νάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το ρ. σκώπτω.