ἐξερυγγάνω
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
utter, aor. 2 (in tmesi) ἐξ ἂν ἐπεὶ καὶ τῶν ἤρυγες ἱστορίην Call.Aet.3.1.7; cf. ἐξερεύγομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερυγγάνω: ἐκπέμπω, στεναγμοὺς ἐκ βαθέων ἐξερυγγάνουσα Θεόδ. Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Boiss τ. 3. σ. 69.