αὐτόμοιρος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ον, with a single share, S.Fr.250 ( = μονόμοιρος, Hsch.).
Spanish (DGE)
-ον que tiene una sola parte s. cont., S.Fr.250.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόμοιρος: -ον, «μονόμοιρος. Σοφοκλῆς Θυέστῃ Σικυωνίῳ» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 249).
German (Pape)
(μοῖρα), Soph. frg. 249 bei Hesych., erkl. μονόμοιρος, ein eigentümliches Geschick habend.