δρυπίς

From LSJ
Revision as of 11:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δρυπίς Medium diacritics: δρυπίς Low diacritics: δρυπίς Capitals: ΔΡΥΠΙΣ
Transliteration A: drypís Transliteration B: drypis Transliteration C: drypis Beta Code: drupi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (δρύπτω) knot-wort, Drypis spinosa, Thphr.HP1.10.6.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
bot. centinodia, Drypis spinosa L., Thphr.HP 1.10.6.

German (Pape)

[Seite 669] ίδος, ἡ (δραπτω), eine Dornart, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δρυπίς: -ίδος, ἡ, (δρύπτω) εἶδος ἀκάνθης, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 1. 10, 6.

Greek Monolingual

η (Α δρυπίς)
γένος φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες που περιλαμβάνει το μοναδικό παραμεσογειακό είδος Δρυπίς η ακανθώδης, αυτοφυές και στην Ελλάδα, κν. μαγγαφάνα.