περιτιάρα

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιτῐάρα Medium diacritics: περιτιάρα Low diacritics: περιτιάρα Capitals: ΠΕΡΙΤΙΑΡΑ
Transliteration A: peritiára Transliteration B: peritiara Transliteration C: peritiara Beta Code: peritia/ra

English (LSJ)

[ᾱρ], ας, ἡ, round cap, Tz.H.8.310:—Dim. περι-άριον, τό, Sch.Tz. in An.Ox.3.358.

Greek (Liddell-Scott)

περιτιάρα: ἡ, περικάλυμμα κεφαλῆς, κυρίως τῶν πολιτῶν, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 310· ― περιτιάριον παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Ἀνεκδ. Κραμ. τ. 3. 358, 17.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
περικάλυμμα του κεφαλιού που έφεραν κυρίως πολιτικοί αξιωματούχοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + τιάρα «κάλυμμα της κεφαλής που φορούσαν σε επίσημες περιστάσεις»].