ὑπερίπταμαι

Revision as of 22:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

later form for ὑπερπέτομαι, Arist.Mir.836a33, Plu. Num.8; πᾶσαν γῆν Max.Tyr.6.6.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵπταμαι), = ὑπερπέτομαι, oben, darüber wegfliegen, Plut. Num. 8, s. ὑπερπέτομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερπτήσομαι, ao. ὑπερεπτάμην, ao.2 ὑπερέπτην;
voler au-dessus de, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἵπταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίπταμαι: Arst., Plut., Luc. = ὑπερπέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ὑπερπέτομαι, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81, 2, Πλουτ. Νουμ. 8, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 7.

Greek Monolingual

ὑπερίπταμαι ΝΑ
πετώ πάνω από μια περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἵπταμαι «πετώ», μτγν. τ. του πέτομαι.

Greek Monotonic

ὑπερίπταμαι: μεταγεν. τύπος του ὑπερπέτομαι, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

later form for ὑπερπέτομαι, Plut., Luc.]