ἐρέψιμος
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ον, of or for roofing, δένδρα ἐ. Pl.Criti.111c; ὕλη Thphr. HP4.2.8.
German (Pape)
[Seite 1026] ον, zum Bedecken, zum Dache geschickt, gehörig, δένδρα ἐρέψιμα, Bäume zu Dachsparren, Plat. Critia. 111 c; ὕλη Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ἐρέψιμος: пригодный в качестве кровельного материала (δένδρα Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέψιμος: -ον, στεγάσιμος, χρησιμεύων πρὸς ἐπιστέγασιν, δένδρα ἐρέψιμα Πλάτ. Κριτίας 111C· ὕλη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 8.
Greek Monolingual
ἐρέψιμος, -ον (Α)
ο κατάλληλος για επιστέγαση («ἐρέψιμος ὕλη», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρεψις «επιστέγαση»].