μονογράμματος

From LSJ
Revision as of 04:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονογράμμᾰτος Medium diacritics: μονογράμματος Low diacritics: μονογράμματος Capitals: ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ
Transliteration A: monográmmatos Transliteration B: monogrammatos Transliteration C: monogrammatos Beta Code: monogra/mmatos

English (LSJ)

ον, consisting of one letter, συλλαβή D.H.Comp.15, A.D.Adv.121.23.

German (Pape)

[Seite 202] aus einem Buchstaben bestehend, συλλαβή, D. Hal. C. V. c. 15; – τὸ μονογ., ein aus einem Buchstaben bestehendes Zeichen.

Greek (Liddell-Scott)

μονογράμμᾰτος: -ον, ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς μόνου γράμματος, συλλαβὴ Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. Ὀνομ. 15, Α. Β. 531, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονογράμματος, -ον)
αυτός που αποτελείται από ένα μόνο γράμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + γράμμα, -ατος].