προσυζεύγνυμι
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
yoke together beforehand:—Pass., ἑτέρῳ εἰς γάμον π. Eust.61.29.
German (Pape)
[Seite 784] (s. ζεύγνυμι), vorher zusammenjochen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσυζεύγνῡμι: συζευγνύω πρότερον, Εὐστ. 61. 29.
Greek Monolingual
Μ συζεύγνυμι συζευγνύω, ενώνω στον ίδιο ζυγό προηγουμένως.