βασιλίνδα
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
Adv., ἡ β. παιδιά 'king of the castle', a game, Poll.9.110, AB1353.
Spanish (DGE)
adv. juego del rey n. dado a un juego de niños en el que uno es elegido rey y los otros obedecen, Poll.9.110, Ael.Dion.β 10, Suet.Lud.18, Hsch., Theognost.Can.p.164.30.
German (Pape)
[Seite 437] adv., παίζειν, ein Spiel, worin Einer zum König gemacht wird, B. A. 1353; Poll. 9, 110.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰσῐλίνδα: ἐπίρρ., ἡ βασ. παιδιά, παιγνίδιον τῶν παιδίων, καθ’ ὃ ἐκλέγεταί τις βασιλεὺς (πρβλ. ὀστρακίνδα, κτλ.), Πολυδ. Θ΄, 110, Α. Β. 1353.
Greek Monolingual
βασιλίνδα επίρρ. (Α) βασιλεύς
φρ. «ἡ βασιλίνδα παιδιά» — παιδικό παιχνίδι, κατά το οποίο ένα παιδί υποδύεται τον βασιλιά και τα άλλα αξιωματούχους και υπηκόους του.