γενναιοπρεπής

Revision as of 13:46, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

ές, befitting a noble: only in Adv. -πῶς Ar.Pax988.

Greek (Liddell-Scott)

γενναιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς εὐγενῆ· μόνον ἐπιρρ. –πῶς Ἀριστοφ. Εἰρ. 988.

Greek Monotonic

γενναιοπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που αρμόζει σε ευγενή· επίρρ., -πῶς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

πρέπω
befitting a noble: adv. -πῶς, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενναιοπρεπής γενναῖος, πρέπω alleen adv. γενναιοπρεπῶς zoals het een nobel persoon past.