πανεύφημος

From LSJ
Revision as of 09:45, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνεύφημος Medium diacritics: πανεύφημος Low diacritics: πανεύφημος Capitals: ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΣ
Transliteration A: paneúphēmos Transliteration B: paneuphēmos Transliteration C: paneyfimos Beta Code: paneu/fhmos

English (LSJ)

ον, all-praiseworthy, as honorary title, POxy.136.6 (vi A. D.), etc.

German (Pape)

[Seite 459] sehr preiswürdig, allgepriesen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πανεύφημος: -ον, πάνυ εὔφημος, εὐφημότατος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8646, 8664, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(ιδίως ως τιμητικός τίτλος ή προσφώνηση) αυτός που επαινείται ή αξίζει να επαινεθεί σε μεγάλο βαθμό, ο άξιος κάθε ευφημίας («χαρμονικῶς ἡ μνήμη σου ἐκτελεῖται, πανεύφημε», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + εὔφημος.