ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
Full diacritics: Πριέπιος | Medium diacritics: Πριέπιος | Low diacritics: Πριέπιος | Capitals: ΠΡΙΕΠΙΟΣ |
Transliteration A: Priépios | Transliteration B: Priepios | Transliteration C: Priepios | Beta Code: *prie/pios |
(sc. μήν), ὁ, a month in Bithynia, prob. in Hemerolog.Flor.
και Πριέτειος και Πριέτηος, ὁ, Α
ονομασία μήνα στη Βιθυνία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πρίετος ή Πρείετος, θεός στη Βιθυνία. Η λ. Πριέπιος πιθ. από σύγχυση τών τ. Πρίετος και Πρίαπος.