λευκηπατίας
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
or λευχηπᾰτίας, ου, ὁ, white-livered, i.e. cowardly, Com.Adesp.1072.
German (Pape)
[Seite 33] ὁ, oder richtiger λευχηπατίας, mit weißer Leber, d. i. furchtsam, verzagt, Zenob. 4, 87; Phryn. in B. A. erkl. εὐήθης.
Greek (Liddell-Scott)
λευκηπᾰτίας: ἢ λευχηπᾰτίας, ου, ὁ, ἔχων λευκὸν τὸ ἧπαρ, δηλ. δειλός, Παροιμιογρ., Σουΐδ. Α. Β. 51.
Greek Monolingual
λευκηπατίας, ὁ (Α)
βλ. λευχηπατίας.