ἐμμονή

Revision as of 11:38, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

English (LSJ)

ἡ, continuance, opp. ἀπαλλαγή, τοῦ κακοῦ Pl.Grg. 479d.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
continuación, persistencia τοῦ κακοῦ Pl.Grg.479d, cf. Iambl.Myst.3.13.

German (Pape)

[Seite 809] ἡ, das Darinbleiben, Ausdauern, κακοῦ, im Uebel, Plat. Gorg. 479 d.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
persévérance dans, insistance à, gén..
Étymologie: ἐμμένω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμονή: ἡ упорствование: τὸ μὴ (δίκην) διδόναι ἐ. τοῦ κακοῦ (sc. ἐστιν) Plat. безнаказанность увековечивает зло.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμονή: ἡ, τὸ ἐμμένειν εἴς τι, ἐμμονὴ τοῦ κακοῦ Πλάτ. Γοργ. 479D.

Greek Monolingual

η (AM ἐμμονή)
επιμονή, σταθερότητα σε κάτι
αρχ.
παραμονή, συνέχιση, διατήρηση.

Greek Monotonic

ἐμμονή: ἡ (ἐμμένω), επιμονή, σταθερότητα, τινος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐμμονή, ἡ, ἐμμένω
an abiding by, cleaving to, τινος Plat.