σκιαμάχος
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
(parox.), ὁ, one who fights against a shadow, opp. ἀγωνιστής, Ph.1.199.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μάχεται με σκιές, με κάτι το ανύπαρκτο και φανταστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -μάχος (< μάχομαι)].