σκιαμάχος

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱμᾰχος Medium diacritics: σκιαμάχος Low diacritics: σκιαμάχος Capitals: ΣΚΙΑΜΑΧΟΣ
Transliteration A: skiamáchos Transliteration B: skiamachos Transliteration C: skiamachos Beta Code: skiamaxos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, one who fights against a shadow, opp. ἀγωνιστής, Ph.1.199.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που μάχεται με σκιές, με κάτι το ανύπαρκτο και φανταστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -μάχος (< μάχομαι)].