παντόφυρτος

Revision as of 11:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

English (LSJ)

ον, mixed all to gether, A.Eu.554 (lyr.); cf. πάμφυρτος.

German (Pape)

[Seite 465] = πάμφυρτος, Aesch. Eum. 524.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de toutes sortes de choses, confus.
Étymologie: πᾶν, φύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παντόφυρτος -ον [πᾶς, φύρω] door elkaar.

Russian (Dvoretsky)

παντόφυρτος: смешивающий все вместе Aesch.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο εξ ολοκλήρου αναμεμιγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -φυρτος (< φύρω), πρβλ. αιμόφυρτος].

Greek Monotonic

παντόφυρτος: -ον (φύρω), ολότελα αναμεμειγμένος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

παντόφυρτος: -ον, ὁ ὅλος μεμιγμένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 554· πρβλ. πάμφυρτος.

Middle Liddell

παντό-φυρτος, ον, φύρω
mixed all together, Aesch.