ἀναισχύντημα

From LSJ
Revision as of 13:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισχύντημα Medium diacritics: ἀναισχύντημα Low diacritics: αναισχύντημα Capitals: ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΗΜΑ
Transliteration A: anaischýntēma Transliteration B: anaischyntēma Transliteration C: anaischyntima Beta Code: a)naisxu/nthma

English (LSJ)

ατος, τό, impudent act or speech, Hyp.Fr.226, Gal.UP10.9.

Spanish (DGE)

-ματος, τό desvergüenza Hyp.Fr.226, Gal.3.801.

German (Pape)

[Seite 190] τό, unverschämte That, Hyperid. bei Poll. 6, 108.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισχύντημα: -ατος, τό, ἀναίσχυντος ἢ ἀναιδὴς πρᾶξις Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, Πολυδ. ϛ΄, 180.

Greek Monolingual

ἀναισχύντημα, το (Α) ἀναισχυντῶ
αναίσχυντη πράξη ή λόγος, αναίδεια.