ἡμεροδανειστής

From LSJ
Revision as of 08:20, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμεροδᾰνειστής Medium diacritics: ἡμεροδανειστής Low diacritics: ημεροδανειστής Capitals: ΗΜΕΡΟΔΑΝΕΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hēmerodaneistḗs Transliteration B: hēmerodaneistēs Transliteration C: imerodaneistis Beta Code: h(merodaneisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who lends on daily interest, D.L.6.99, 100.

German (Pape)

[Seite 1166] ὁ, der auf einzelne Tage Geld leiht u. Zinsen nimmt, D. L,. 6, 99.

Russian (Dvoretsky)

ἡμεροδᾰνειστής: οῦ ὁ заимодавец, взимающий проценты за каждый день в отдельности Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμεροδᾰνειστής: -οῦ, ὁ, ὁ δανείζων ἐπὶ καθημερινῷ τόκῳ, Διογ. Λ. 6. 99, 100.

Greek Monolingual

ο (Α ἡμεροδανειστής)
αυτός που παρέχει δάνεια με ημερήσιο τόκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + δανειστής (< δανείζω)].