ἱπποκούριος
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
ὁ, tender of horses, epithet of Poseidon at Sparta, Paus.3.14.2.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, heißt Poseidon, Paus. 3, 14, 2.
Greek Monolingual
ἱπποκούριος, ὁ (Α)
(επίθ. του Ποσειδώνος στη Σπάρτη) αυτός που κουρεύει τα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἱππ(ο)- + κουρά.