ἱπποκούριος
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ὁ, tender of horses, epithet of Poseidon at Sparta, Paus.3.14.2.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, heißt Poseidon, Paus. 3, 14, 2.
Greek Monolingual
ἱπποκούριος, ὁ (Α)
(επίθ. του Ποσειδώνος στη Σπάρτη) αυτός που κουρεύει τα άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἱππ(ο)- + κουρά.