παναρίζηλος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
ἡ, wholly enviable, Ἀριάδνη Dioscorusin PLit.Lond.99.4.
Greek Monolingual
παναρίζηλος, -ον (Α)
πάρα πολύ αξιοζήλευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀρίζηλος «υπερβολικά ζηλευτός»].