πολυείμων

Revision as of 16:45, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, of many garments, Mesom.Sol.25(prob.).

German (Pape)

[Seite 662] ον, von oder mit vielen Kleidern, κόσμος, Dionys. 2, v.l. πολυοίμων.

Greek (Liddell-Scott)

πολυείμων: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν ἐνδυμάτων συνιστάμενος, κόσμος Διον. ἐν Brunck Anal. 2. 254.

Greek Monolingual

και πολυοίμων, -ον, Α
αυτός που αποτελείται από πολλά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -είμων (< εἷμα, τὸ «ένδυμα»), πρβλ. κακοείμων, μελανοείμων].