πολυείμων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, of many garments, Mesom.Sol.25(prob.).
German (Pape)
[Seite 662] ον, von oder mit vielen Kleidern, κόσμος, Dionys. 2, v.l. πολυοίμων.
Greek (Liddell-Scott)
πολυείμων: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν ἐνδυμάτων συνιστάμενος, κόσμος Διον. ἐν Brunck Anal. 2. 254.
Greek Monolingual
και πολυοίμων, -ον, Α
αυτός που αποτελείται από πολλά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -είμων (< εἷμα, τὸ «ένδυμα»), πρβλ. κακοείμων, μελανοείμων].