πολυείμων

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυείμων Medium diacritics: πολυείμων Low diacritics: πολυείμων Capitals: ΠΟΛΥΕΙΜΩΝ
Transliteration A: polyeímōn Transliteration B: polyeimōn Transliteration C: polyeimon Beta Code: poluei/mwn

English (LSJ)

πολυείμον, gen. ονος, of many garments, Mesom.Sol.25(prob.).

German (Pape)

[Seite 662] ον, von oder mit vielen Kleidern, κόσμος, Dionys. 2, v.l. πολυοίμων.

Greek (Liddell-Scott)

πολυείμων: -ον, ὁ ἐκ πολλῶν ἐνδυμάτων συνιστάμενος, κόσμος Διον. ἐν Brunck Anal. 2. 254.

Greek Monolingual

και πολυοίμων, -ον, Α
αυτός που αποτελείται από πολλά ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -είμων (< εἷμα, τὸ «ένδυμα»), πρβλ. κακοείμων, μελανοείμων].