θεριακός

From LSJ
Revision as of 23:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεριακός Medium diacritics: θεριακός Low diacritics: θεριακός Capitals: ΘΕΡΙΑΚΟΣ
Transliteration A: theriakós Transliteration B: theriakos Transliteration C: theriakos Beta Code: qeriako/s

English (LSJ)

ή, όν, for summer, ἱμάτια POxy.1901.37 (vi A.D.).

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό θεριό
1. δυνατος σαν θηρίο, πολύ γερός
2. το θηλ. ως ουσ. η θεριακή
η θηριακή.
(II)
θεριακός, -ή, -όν (Α) θέρος
αυτός που ανήκει στο θέρος, ο προορισμένος για το θέρος.