κραβάτιον
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
τό, Dim. of κράββατος (κράβατος), Arr.Epict.3.22.74.
Greek Monolingual
κραβάτιον, τὸ (Α)
υποκορ. του κράβατος.
German (Pape)
τό, od. κραββάτιον, dim. zu κράβατος, Arr. Epict. 3.22.74.