εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Full diacritics: κνηκίτης | Medium diacritics: κνηκίτης | Low diacritics: κνηκίτης | Capitals: ΚΝΗΚΙΤΗΣ |
Transliteration A: knēkítēs | Transliteration B: knēkitēs | Transliteration C: knikitis | Beta Code: knhki/ths |
[ῑ] λίθος, a kind of gem, Hermes Trism. in Rev.Phil.32.272.
κνηκίτης, ὁ (Α)
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος. Ο λίθος πήρε την ονομ. αυτή προφανώς από το χρώμα του].