ἐξικάνω
From LSJ
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
English (LSJ)
[ᾱ], arrive at, impf. ἐξίκανε [ῑ] Orph.A.194; cf. ἐξίκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῑκάνω: ἐξικνοῦμαι, φθάνω εἴς τι μέρος, Φλίας δ’ ἐξίκανε περικλυτὸς Ὀρφ. Ἀργ. 195· πρβλ. ἐξίκω.
Greek Monolingual
ἐξικάνω (Α)
αφικνούμαι, φτάνω πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ικ-άν-ω «φθάνω» (< ρίζα ικ- του ίκ- -ω «φθάνω» με παρέκταση -αν- κατά τα φθάνω, κιχάνω)].