φυλώδης
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
ες, of many races, πλῆθος νεοσύλλογον καὶ φ. D.S. 34/5.6.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α [[φῡλον / φυλής]]
αυτός που απαρτίζεται από πολλές φυλές («πλῆθος νεοσύλλογον καὶ φυλῶδες», Διόδ.).