Ὁμάριος

From LSJ
Revision as of 09:45, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ὁμάριος Medium diacritics: Ὁμάριος Low diacritics: Ομάριος Capitals: ΟΜΑΡΙΟΣ
Transliteration A: Homários Transliteration B: Homarios Transliteration C: Omarios Beta Code: *(oma/rios

English (LSJ)

epithet of Zeus, Plb.2.39.6, cf. 5.93.10; cf. Ἀμάριος.

Greek Monolingual

Ὁμάριος, ὁ (Α)
προσωνυμία του Διός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η προσωνυμία Ὁμάριος αντιστοιχεί στον αρχαιότερο τ. Ἁμάριος, επίθ. του Διός ως προστάτη τών συνεδριάσεων της Αχαϊκής Ομοσπονδίας, που οι αρχαίοι ταύτιζαν με τον Ὁμαγύριο Δία. Τόσο η προσωνυμία Ἁμάριος όσο και το ρ. που παραδίδει ο Ησύχ. «ἁμαρεῖν, ἀκολουθεῖν, πείθεσθαι» πρέπει να παράγονται από αμάρτυρο επίθ. ἁμᾱρης ή ἅμᾱρος (< ἅμα + ἀραρίσκω, πρβλ. το επίθ. που παραδίδει ο Ησύχ. ἁμαρές) και συνδέονται με το επίρρ. ἁμαρτῆ και το ρ. ἁμαρτῶ (βλ. λ. ἁμαρτῆ). Ο τ. Ὁμάριος έχει σχηματιστεί από το Ἁμάριος, πιθ. κατ' επίδραση του επιρρ. ὁμοῦ (πρβλ. ἁμαρτῶ: ὁμαρτῶ, ἁμαρτῆ: ὁμαρτῆ)
βλ. και λ. ομαρτώ, όμηρος].